Ο Johannes Debus, Μουσικός Διευθυντής της Canadian Opera Company και τακτικός προσκεκλημένος μαέστρος της Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης, με χαρά αποδέχτηκε την πρόσκλησή μας να έρθει στην Αθήνα για να διευθύνει την ΕΛΣΟΝ στην ηχογράφηση της 1ης Συμφωνίας του Γκούσταβ Μάλερ. Διαβάστε τα όσα μοιράστηκε μαζί μας μετά την πρόβα του στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Ε: Πως ξεκίνησε η σχέση σας με την ΕΛΣΟΝ;
Α: Πριν από μερικά χρόνια, ο Διονύσης Γραμμένος, τον οποίο εκτιμώ ιδιαίτερα ως μουσικό και ως φίλο, μου παρουσίασε την ιδέα του να δημιουργήσει μία Ορχήστρα Νέων εθνικής εμβέλειας, η οποία θα δίνει στα νέα ταλέντα της χώρας την ευκαιρία να ξεχωρίσουν, να εξελιχθούν και να γίνουν πρεσβευτές της Ελλάδας ανά τον κόσμο. Δεν χρειάστηκε να το σκεφτώ πολύ, όταν μου ζήτησε να συμμετέχω με έναν τρόπο σε αυτό το υπέροχο ταξίδι, προσφέροντάς μου μία θέση στο Επίτιμο Συμβούλιο της ΕΛΣΟΝ, την οποία και αποδέχτηκα με όλη μου την καρδιά.
Ε: Πηγαίνοντας τη σχέση αυτή σε ένα άλλο επίπεδο, βρίσκεστε τώρα στην Αθήνα για να διευθύνετε την ΕΛΣΟΝ στην ηχογράφηση της 1ης Συμφωνίας του Μάλερ. Πείτε μας τι σημασία έχει για εσάς αυτή η εξέλιξη;
Α: Είμαι πολύ χαρούμενος που μου δόθηκε η ευκαιρία να βρίσκομαι εδώ και να δουλέψω με τους νέους μουσικούς της ΕΛΣΟΝ. Ο Γκούσταβ Μάλερ είναι ένας συνθέτης με τον οποίο οι νέοι στα 20 τους χρόνια μπορούν να συνδεθούν με έναν πολύ άμεσο τρόπο. Αξίζει να σημειωθεί, ότι ο Μάλερ ήταν στην ίδια ηλικία όταν συνέθεσε την 1η του Συμφωνία. Εξετάζοντας την πλοκή αυτής της Συμφωνίας, ανακαλύπτουμε κατά μία έννοια το ξεκίνημα της ζωής από το μηδέν, από μία αρχέγονη κατάσταση – το ξύπνημα της ζωής. Φυσικά, αφορά και τους αγώνες, τον πόνο, την απελπισία που βιώνουμε στη ζωή, αλλά στο τέλος θριαμβεύουμε, καταφέρνουμε να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες και όλα τα εμπόδια και να φτάσουμε στο φως και αυτό φαίνεται να έχει δώσει στη Συμφωνία τον διάσημο τίτλο της “Τιτάνας”. Παρ ‘όλες τις τεχνικές και διανοητικές δυσκολίες που θέτει η Συμφωνία, νομίζω ότι είναι μια υπέροχη ευκαιρία για τους Νέους Μουσικούς, αλλά και για εμένα, να κάνουμε την επανεκκίνηση, να ξυπνήσουμε ξανά μετά την αδρανοποίηση ή τον ύπνο που έφερε η πανδημία του Covid.
Ε: Ποια ήταν η αποφασιστική στιγμή στη ζωή σας που σας οδήγησε στο μονοπάτι της διέυθυνσης ορχήστρας;
Α: Θυμάμαι μια μέρα στην ηλικία των 10, που επιστρέφοντας σπίτι από μια πρόβα στη χορωδία, βρήκα τη μητέρα μου να κάθεται μπροστά στην τηλεόραση -κάτι που σπάνια έκανε- και να παρακολουθεί μια συναυλία. Υπήρχε ένας παράξενος μαγνητισμός που με έκανε να καθίσω σιωπηλά δίπλα της, συνεπαρμένος από τα όσα άκουγα και έβλεπα. Βλέποντας αυτόν τον ηλικιωμένο Γερμανό μαέστρο, να διευθύνει μια Συμφωνία του Bruckner, ένιωσα εκείνη τη στιγμή τι σημαίνει να στέκεται κανείς πάνω στο πόντιουμ και να καθοδηγεί τους μουσικούς χωρίς να βγάζει κανέναν ήχο, αλλά πείθοντάς τους κατά κάποιον τρόπο να ακολουθήσουν ορισμένες ιδέες ή μεταφέροντάς τους μια συγκεκριμένη ενέργεια. Από εκείνη τη στιγμή, ρίζωσε στο μυαλό μου η ιδέα να γίνω μαέστρος και καθώς οι γονείς μου δεν ήταν μουσικοί, με ρώτησαν «είσαι σίγουρος; Πιστεύεις ότι αυτό είναι που θέλεις να κάνεις;» και εγώ είπα «Θα ήθελα να το δοκιμάσω. Δώστε μου την ευκαιρία να το δοκιμάσω». Και ευτυχώς, είμαι πολύ ευγνώμων που μου έδωσαν αυτή την ευκαιρία.
Ε: Από την ως τώρα καριέρα σας καταλαβαίνουμε ότι είστε υπέρ των μεγάλων σχέσεων. Πως αντιμετωπίζετε τη διάρκεια όταν δουλέυετε με μια ορχήστρα;
Α: Όπως όλοι γνωρίζουμε, ο σύγχρονος κόσμος μας είναι μία εποχή «υψηλών οκτανίων» γρήγορων ρυθμών και στις μέρες μας αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο διαφορετικά από τον Σούμπερτ, τον Μπετόβεν ή τον Μότσαρτ 200 χρόνια πριν. Είναι λίγο παράδοξο ή κάποιο είδος ανωμαλίας στη ζωή μου που, παρά τις γρήγορες ταχύτητες που επικρατούν στον πλανήτη, σε εμένα φαίνεται να αρέσουν περισσότερο οι μακροχρόνιες σχέσεις όταν πρόκειται για τη δουλειά μου. Πέρασα 10 χρόνια στην Όπερα της Φρανκφούρτης και φέτος γιόρτασα 10 χρόνια συνεργασίας με την καναδική Όπερα στο Τορόντο. Για μένα, όταν πρόκειται για την τέχνη, τη μουσική και τη σύνδεση με άλλους ανθρώπους, χρειάζεται λίγο περισσότερος χρόνος για να χτίσω αυτές τις συνδέσεις και να μεγαλώσουμε κατά κάποιον τρόπο μαζί. Είναι σαν μια ελιά που χρειάζεται χρόνο για να αναπτυχθεί, να φτιάξει νέα κλαδιά και στο τέλος, να δώσει τους όμορφους καρπούς της.
Ε: Πείτε μας μερικά λόγια για την Αθήνα
Α: Η πρώτη φορά που βρέθηκα στην Αθήνα, σε αυτή τη μοναδική αρχαία πόλη, ήταν όταν ήμουν 17 ετών. Ο δάσκαλός μου στο Λύκειο μας έφερε στην Ελλάδα για να μοιραστεί μαζί μας την αγάπη του για κάθε τι το ελληνικό. Θυμάμαι όταν φτάσαμε στην Αθήνα και ανεβήκαμε τον βράχο της Ακρόπολης, μείναμε με το στόμα ανοιχτό μολις αντικρύσαμε τον Παρθενώνα, όπως πιθανότατα συμβαίνει σε κάθε άνθρωπο την πρώτη φορά που τον βλέπει. Αυτή τη φορά, μόλις έφτασα από το αεροδόμιο και είδα τις κολώνες του Παρθενώνα, αναβίωσαν οι αναμνήσεις αυτής της πρώτης επίσκεψής μου, δημιουργώντας μου συναισθήματα που μου είναι δύσκολο να περιγράψω με λόγια.
Ε: Έχετε κάποιο «μότο» που ακολουθείτε στη ζωή σας;
Α: Θα ήθελα να παραθέσω ένα απόφθεγμα του Σάμιουελ Μπέκετ, που πάει ως εξής: Πάντα προσπάθεια. Πάντα αποτυχία. Δεν πειράζει. Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα.
Η Ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στο ξενοδοχείο Electra Metropolis Athens για την ευγενική χορηγία φιλοξενίας του Johannes Debus κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα.
Συνέντευξη: Βάνια Μίχα